- στροφωδῶς
- στροφώδηςof the nature of colicadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στροφώδης — ῶδες, Α [στρόφος] 1. ο όμοιος με στρόφο, με κωλικόπονο 2. αυτός που προκαλεί τον παραπάνω πόνο. επίρρ... στροφωδῶς Α όμοια με στρόφο … Dictionary of Greek